- μεγαλότολμος
- μεγαλότολμος, -ον (Α)πολύ τολμηρός, ριψοκίνδυνος.επίρρ...μεγαλοτόλμως (Μ)με μεγάλη τόλμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + τόλμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλότολμος — greatly adventurous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοτολμοτέρους — μεγαλότολμος greatly adventurous masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοτόλμων — μεγαλότολμος greatly adventurous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλότολμοι — μεγαλότολμος greatly adventurous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IOSUA — I. IOSUA fil. Nun, Num. c. 13. v. 16. 1. Par. 1. 7. v. 27. Ios. c. 1. v. 1. fuit minister et suecessor Mosis, qui populum Israel per sicentum Iordanis alveum in terram Canaan introduxit. Ο῾μώνυμος et typus Servatoris aostri Iesu Christi, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek